Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δακτυλίτιδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δακτυλίτιδα η [δaktilítiδa] Ο28 : (βοτ.) είδος φυτού με φαρμακευτικές ιδιότητες.

[λόγ. < ελνστ. δακτυλῖτις, αιτ. -ιδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες