Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δαιμονολατρία η [δemonolatría] Ο25 : η λατρεία των δαιμόνων, των κακοποιών πνευμάτων.
[λόγ. < γαλλ. démonolâtrie < ελνστ. δαιμονο- (δαίμων) + -lâtrie = -λατρία]



