Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δαιμονικός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δαιμονικός, επίθ.
  • 1) Που προέρχεται ή που κατέχεται από δαίμονα:
    • δαιμονικά πνεύματα (Ψευδο-Σφρ. 5185
    • (μεταφ.):
      • κάτεργα δαιμονικά είδασι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3341).
  • 2) Που προκαλείται από δαίμονα, διαβολικός:
    • από αμαρτίας δαιμονικής (Χρον. Μορ. H 5750).
  • Το ουδ. ως ουσ. = το πονηρό πνεύμα, το ξωτικό:
    • τα τέσσερα δαιμονικά την νύκταν ου κοιμούνται (Φυσιολ. 37328).

[μτγν. επίθ. δαιμονικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαιμονικός -ή -ό [δemonikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο δαίμονα: Δαιμονικές δυνάμεις είχαν κυριέψει το μυαλό του. α. που κατέχεται από δαίμονα: Δαιμονική ψυχή. β. που προκαλείται ή προέρχεται από δαίμονα: Δαιμονική ενέργεια. 2. (ως ουσ.) το δαιμονικό, πονηρό, κακοποιό πνεύμα.

[1: λόγ. < ελνστ. δαιμονικός· 2: μσν. δαιμονικό ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. δαιμονικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go