Παράλληλη αναζήτηση
| 11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δαγκώ· δακώ.
-
- Δαγκώνω:
- να δακώ τα χείλη σου (Φαλιέρ., Ιστ. 645).
[<*δαγκάζω <αρχ. δακνάζω (ΙΛ, λ. δαγκάζω). Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (αυτ.· ποντ. δακώ <δάκνω, ΙΛ, Andr.)]
- Δαγκώνω:
- δάγκωμα το [δáŋgoma] & δάγκαμα το [δáŋgama] Ο49 : η ενέργεια του δαγκώνω: Tο ~ του λύκου / του φιδιού είναι επικίνδυνο. || (μτφ.): Nιώθει ένα ~ στην καρδιά κάθε φορά που τη βλέπει.
[μσν. δάγκωμα, δάγκα μα(ν) < δαγκώ(νω), δαγκά(νω) -μα(ν)]
- δάγκωμα το· δάκωμα.
-
- 1) Δαγκωματιά·
- (προκ. για έντομο) κέντρισμα:
- δάκωμα σκορπίου (Ιατροσ. κώδ. φε´).
- (προκ. για έντομο) κέντρισμα:
- 2) (Ως σύστ. αντικ.) τόκος:
- μη δαγκώσεις τον αδερφό σου δάγκωμα ασημιού (Πεντ. Δευτ. XXIII 20).
[<δαγκώνω + κατάλ. ‑μα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Δαγκωματιά·
- δαγκωματιά η [δaŋgomatxá] Ο24 : 1α. το αποτέλεσμα του δαγκώνω, τραύμα ή ίχνος που δημιουργήθηκε από δάγκωμα· δαγκωνιά1β: Tα χέρια του ήταν γεμάτα δαγκωματιές. Φαίνεται ακόμα η ~. Tο ψωμί είχε μια ~. β. η ενέργεια του δαγκώνω· δαγκωνιά1α: Tου ΄δωσε μια ~. 2. μικρή ποσότητα από στερεά τροφή που κόβεται με τα δόντια· δαγκωνιά2: Δώσε μου μια ~ από το μήλο σου.
[δαγκωματ- (δάγκωμα) -ιά]
- δαγκωματιά η· δαγκωματία· δακωματέα.
-
- Δάγκωμα:
- Στα χείλη … να πέμψω μιαν δυνατή δαγκωματιά (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [272]).
[<ουσ. δάγκωμα + κατάλ. ‑ιά. Η λ. στο Somav. (λ. δαγκα‑) και σήμ.]
- Δάγκωμα:
- δαγκωνιά η [δaŋgoná] & δαγκανιά η [δaŋganá] Ο24 : 1α. η ενέργεια του δαγκώνω κυρίως στην έκφραση πατώ μια ~ σε κπ. β. το αποτέλεσμα του δαγκώνω, τραύμα ή ίχνος που δημιουργήθηκε από δάγκωμα· δαγκωματιά1α: Είχε μια ~ στο χέρι. 2. μικρή ποσότητα από στερεά τροφή που κόβεται με τα δόντια· δαγκωματιά2: Δώσε μου και μένα μια ~.
[δαγκών(ω), δαγκάν(ω) -ιά]
- δαγκωνιάρης -α -ικο [δaŋgonáris] & δαγκανιάρης -α -ικο [δaŋganáris] Ε9 : (οικ.) που συνηθίζει να επιτίθεται και να δαγκώνει: ~ σκύλος. Δαγκωνιάρικο σκυλί / παιδί. || (ως ουσ.).
[δαγκων(ιά), δαγκαν(ιά) -ιάρης]
- δαγκωνιάρικος -η -ο [δaŋgonárikos] & δαγκανιάρικος -η -ο [δaŋganári kos] Ε5 : (οικ.) που ταιριάζει στο δαγκωνιάρη.
[δαγκωνιάρ(ης), δαγκανιάρ(ης) -ικος]
- δαγκώνω [δaŋgóno] -ομαι & δαγκάνω [δaŋgáno] -ομαι Ρ1 : 1α. πιάνω κτ. δυνατά με τα δόντια και, σφίγγοντάς τα, κόβω ένα κομμάτι: ~ το κουλούρι. Ποιος δάγκασε το ψωμί; Tο μήλο ήταν δαγκωμένο. ΦΡ ~ τη λαμαρίνα*. || προκαλώ τραυματισμό με τα δόντια: Προσοχή, ο σκύλος δαγκώνει! Tον δάγκασε οχιά και πέθανε. Δάγκωσα τη γλώσσα μου, κατά λάθος. ΠAΡ Σκυλί που γαβγίζει* δε δαγκώνει. Xέρι που δεν μπορείς να (το) δαγκάσεις, φίλα* το. β. τοποθετώ κτ. ανάμεσα στα δόντια και το σφίγγω, χωρίς την πρόθεση να το κόψω: ~ το μολύβι / την πίπα. || δαγκώθηκα, και σπανιότερα δαγκώνομαι: α. Δαγκώθηκα για να μην πω βαριές κουβέντες, συγκρατήθηκα. β. για κτ. δυσάρεστο και συνήθ. αναπάντεχο, το οποίο άκουσα, είδα κτλ.: Δαγκώθηκα όταν άκουσα την είδηση. || (έκφρ.) ~ τα χείλια μου, από αμηχανία, για να μη γελάσω ή για να μη φωνάξω δυνατά. ΦΡ δάγκασε / φάε τη γλώσσα* σου! 2. (μτφ., λογοτ.): Ο φόβος μού δάγκωσε την ψυχή.
[ελνστ. δαγκ(άνω) μεταπλ. -ώνω κατά τα ρ. -ώνω· ελνστ. δαγκάνω (αρχ. δάκνω, με βάση τον αόρ. ἔδακον και ηχηροπ. του μεσοφ. [k] )]
- δαγκώνω· δακώνω.
-
– Βλ. και δαγκάνω.
- 1) Δαγκώνω:
- να δάγκωνα τα χείλη σου, να στάλαζε το αίμα (Ch. pop. 446).
- 2) Παίρνω τόκο, δανείζω με τόκο:
- του ξένου να δαγκώσεις (Πεντ. Δευτ. XXIII 21)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Πεντ. Δευτ. XXIII 20).
- 3) (Προκ. για έντομα) κεντρίζω, τσιμπώ:
- η μέλισσα μ’ εδάγκωσε (Κρασοπ. I 182).
[<αόρ. έδακον του αρχ. δάκνω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Δαγκώνω:



