Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δαγκωνιά η [δaŋgoná] & δαγκανιά η [δaŋganá] Ο24 : 1α. η ενέργεια του δαγκώνω κυρίως στην έκφραση πατώ μια ~ σε κπ. β. το αποτέλεσμα του δαγκώνω, τραύμα ή ίχνος που δημιουργήθηκε από δάγκωμα· δαγκωματιά1α: Είχε μια ~ στο χέρι. 2. μικρή ποσότητα από στερεά τροφή που κόβεται με τα δόντια· δαγκωματιά2: Δώσε μου και μένα μια ~.
[δαγκών(ω), δαγκάν(ω) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δαγκωνιάρης -α -ικο [δaŋgonáris] & δαγκανιάρης -α -ικο [δaŋganáris] Ε9 : (οικ.) που συνηθίζει να επιτίθεται και να δαγκώνει: ~ σκύλος. Δαγκωνιάρικο σκυλί / παιδί. || (ως ουσ.).
[δαγκων(ιά), δαγκαν(ιά) -ιάρης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δαγκωνιάρικος -η -ο [δaŋgonárikos] & δαγκανιάρικος -η -ο [δaŋganári kos] Ε5 : (οικ.) που ταιριάζει στο δαγκωνιάρη.
[δαγκωνιάρ(ης), δαγκανιάρ(ης) -ικος]



