Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δίχηλος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δίχηλος, επίθ.,
βλ. δίχαλος (I).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίχηλος -η -ο [δíxilos] Ε5 : για ζώο που τα πόδια του καταλήγουν σε δύο χηλές, κυρίως ως ουσ. τα δίχηλα.

[λόγ. < αρχ. δίχηλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go