Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δίφορος, επίθ.
-
- (Προκ. για καρπό) που προέρχεται από δεύτερη καρποφορία του δένδρου την ίδια χρονιά ή που παράγεται πολύ μετά την κανονική εποχή της καρποφορίας:
- μήλα δίφορα (Ερωτόκρ. Α´ 2016).
[αρχ. επίθ. δίφορος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Προκ. για καρπό) που προέρχεται από δεύτερη καρποφορία του δένδρου την ίδια χρονιά ή που παράγεται πολύ μετά την κανονική εποχή της καρποφορίας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίφορος -η -ο [δíforos] Ε5 : για δέντρο ή γενικά για φυτό που καρποφορεί ή που ανθίζει δύο φορές το χρόνο: Δίφορη λεμονιά / πορτοκαλιά / συκιά.
[αρχ. δίφορος]



