Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίποντο το [δípondo] Ο41 : (αθλ.) στο μπάσκετ, καλάθι δύο πόντων: Το καλάθι μέτρησε τελικά για ~ . || (ως επίθ.): ~ καλάθι.
[δι-1 + πόντ(ος) -ο, ουδ. του -ος (ενν. καλάθι)]



