Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίοικα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίοικα τα [δíika] Ο40 : (βοτ.) κατηγορία φυτών τα οποία έχουν ξεχωριστά (σε άλλο άνθος) τα αρσενικά από τα θηλυκά όργανα.

[λόγ. < γαλλ. dioïque < di- = δι- 1 + αρχ. οrκ(ος) -α, ουδ. πληθ. του -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες