Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίμουρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δίμουρος, επίθ.
  • Διπρόσωπος, υποκριτής:
    • γυναίκα … κακόπλαστη, δίμουρη και μεθύστρα (Στάθ. Γ´ 380).

[<δι‑ + ουσ. μούρη. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες