Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δίμιτος, επίθ.
-
- (Προκ. για ύφασμα) που υφαίνεται με δύο νήματα:
- άλλος φορεί φουστάνι δίμιτον (Σαχλ., Αφήγ. 187)·
- (το ουδ. ως ουσ.):
- Ποίον ιμάτιον με έρραψας; Ποίον δίμιτον με εποίκες; (Προδρ. I 46).
[<δι‑ + ουσ. μίτος. Η λ. στον Ησύχ. (LBG), σε σχόλ. και Γλωσσάρ. (DGE) και σήμ. ιδιωμ.]
- (Προκ. για ύφασμα) που υφαίνεται με δύο νήματα: