Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίλεπτο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίλεπτο το [δílepto] Ο41 : παλαιότερο νόμισμα που είχε αξία δύο λεπτών.

[λόγ. δι- 1 + λεπτ(όν) -ον κατά το δίδραχμον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίλεπτος -η -ο [δíleptos] Ε5 : που διαρκεί δύο λεπτά της ώρας: Δίλεπτη διακοπή. || (ως ουσ.) το δίλεπτο, χρονικό διάστημα δύο λεπτών.

[λόγ. δι- 1 + λεπτ(όν) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες