Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίκταμο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίκταμο το [δíktamo] Ο41 : αρωματικό φυτό που χρησιμοποιείται για αφέψημα. || το αφέψημα από το παραπάνω φυτό: Ήπια ένα ~.

[λόγ. επίδρ. στη λ. δίχταμο < αρχ. δίκταμ(ν)ον με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Κριαρά]
δίκταμος ο.
  • Είδος φυτού φαρμακευτικού που ευδοκιμεί σε όρη της Κρήτης:
    • το λάφι εγνωρίζει πως ο δίκταμος έχει δύναμιν (Αγαπ., Γεωπον. 130).

[αρχ. ουσ. δίκταμον (DGE, λ. μνον) με αλλαγή γένους· πβ. αρσ. μνος τον 6. αι. (ό.π., LBG). Η λ. (LBG, λ. μνος) και διάφ. τ. σήμ. κρητ. (Πάγκ., λ. χτ‑· κοιν. ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες