Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίκροκος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δίκροκος, επίθ.
  • (Προκ. για αβγό) που έχει δύο κρόκους:
    • (Συναξ. γαδ. 165).

[<δι‑ + ουσ. κρόκος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίκροκος -η -ο [δíkrokos] & δίκορκος -η -ο [δíkorkos] Ε5 : για αυγό που έχει δύο κρόκους και ως ουσ. το δίκροκο.

[μσν. δίκροκος < δι- 1 + κρό κ(ος) -ος· μσν. δίκορκος < δίκροκος με μετάθ. του [r] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες