Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίκλωνος 1 -η -ο [δíklonos] Ε5 : για φυτό που έχει δύο κλώνους.
[δι- 1 + κλών(ος) 1 -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίκλωνος 2 -η -ο : για νήμα που αποτελείται από δύο στριμμένες κλωστές· δίκλωστος.
[δι- 1 + κλων(ιά) -ος]



