Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίκλινος 1 -η -ο [δíklinos] Ε5 : για δωμάτιο σε ξενοδοχείο, νοσοκομείο κτλ. ή για καμπίνα πλοίου, που έχει δύο κρεβάτια. || (ως ουσ.) το δίκλινο.
[λόγ. δι- 1 + κλίν(η) -ος μτφρδ. γερμ. zweibettig]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίκλινος 2 -η -ο : (βοτ.) για φυτό που έχει μονογενή άνθη, δηλαδή μόνο αρσενικά ή μόνο θηλυκά.
[λόγ. < νλατ. diclinus < di- = δι- 1 + αρχ. κλίν(η) -us = -ος]



