Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δίκαια, επίρρ.· δικαία· δίκια.
-
- Με τρόπο δίκαιο, σωστά, ορθά:
- Τσι κόπους σου τσ’ ευγενικούς δίκια να σ’ αντιμεύγει (Ερωφ. Β´ 382).
[<επίθ. δίκαιος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Με τρόπο δίκαιο, σωστά, ορθά:



