Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίθυρος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίθυρος -η -ο [δíθiros] Ε5 : που έχει δύο πόρτες, συνήθ. για αυτοκίνητο· (πρβ. δίπορτος).

[λόγ. < αρχ. δίθυρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες