Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίζυγο το [δíziγo] Ο41 : (αθλ.) όργανο γυμναστικής που αποτελείται από δύο οριζόντιες και παράλληλες ράβδους (μπάρες), καθεμιά από τις οποίες στηρίζεται σε δύο κατακόρυφες δοκούς. Aσύμμετρο ~, που οι παράλληλες ράβδοι του βρίσκονται σε διαφορετικό ύψος.
[λόγ. δι- 1 + ζυ γ(ός) -ον (πρβ. ελνστ. δίζυγος `διπλός΄)]