Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δίεση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίεση η [δíesi] Ο33 : (μουσ.) είδος αλλοίωσης κατά την οποία ο φθόγγος (η νότα) παίζεται μισό τόνο (ένα ημιτόνιο) ψηλότερα. ANT ύφεση. || το μουσικό σημάδι που δηλώνει αυτή την αλλοίωση: Διπλή ~, σημάδι που ανεβάζει το φθόγγο κατά δύο ημιτόνια.

[λόγ. < γαλλ. dièse (στη νέα σημ.) < αρχ. δίε(σις) `ημιτόνιο΄ -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go