Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δέσποτας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δέσποτας ο [δéspotas] Ο6 : (λαϊκότρ.) συνήθ. ως προσφώνηση κληρικού (οποιουδήποτε βαθμού): Tην ευχή σου, δέσποτα.

[μσν. κλητ. δέσποτα της λ. δεσπότης 2 με προσθήκη της κατάλ. του αρσ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες