Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δέλεαρ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δέλεαρ το [δélear] Ο (συνήθ. στην ονομ. και αιτ. εν.) πληθ. σπάν. δελέατα : απατηλό μέσο που διαθέτει ελκτική δύναμη, και με το οποίο γίνεται προσπάθεια προσέλκυσης κάποιου: Xρησιμοποίησε την υπόσχεση του γάμου ως ~ για να την κερδίσει.

[λόγ. < αρχ. δέλεαρ `δόλωμα΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go