Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δάος, επίθ.
-
- 1) (Προκ. για άλογο) γρήγορος:
- Ήτον δάος ο μαύρος του (Διγ. Gr. 1358).
- 2) Έκφρ. άλογα του δάου = ταχυδρομικά άλογα, γρήγορα:
- άλογα αγόρασεν του δάου κι εβάλθη εις την στράταν (Χρον. Μορ. H 3378).
- Το αρσ. και το ουδ. ως ουσ. = άλογο:
- πάλιν εκαβαλίκευσεν και παίζει τον τον δάον (Λίβ. Esc. 3307)·
- το δάον η κόρη ορέχθην το να το καβαλικεύσει (Λίβ. P 1985).
[αβέβ. ετυμ.· βλ. Αλεξίου 1979: 101-2 και Διγ. Esc., σ. 110, 209, Καραποτόσογλου 1983: 400-1. Πβ. επίρρ. δάου «γρήγορα» σήμ. στην Κέρκυρα (Χυτήρης)]
- 1) (Προκ. για άλογο) γρήγορος:



