Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δάνο το,
- βλ. ντάννο.
[Λεξικό Κριαρά]
- δάνος το.
-
- Δάνειο:
- Έβλεπε και το δάνος σου προς τίναν το δανείζεις (Σπαν. O 116).
[μτγν. ουσ. δάνος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Δάνειο:



