Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δάνειος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δάνειος -α -ο [δánios] Ε6 : 1. (λόγ.) δανεικός. 2. που αναφέρεται στο δάνειο2: Δάνειες ιδέες. || (γλωσσ.): Δάνεια γλωσσικά στοιχεία. Δάνειες λέξεις. Δάνειοι τύποι.

[λόγ. σφαλερή δημιουργία με βάση το ουσ. δάνειο(ν), που θεωρήθηκε ουδ. επιθ., μτφρδ. γαλλ. (d΄)emprunt]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go