Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δάκρυο
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Κριαρά]
δάκρυο το,
βλ. δάκρυ(ον).
[Λεξικό Κριαρά]
δακρυοβολώ.
  • Χύνω δάκρυα:
    • Δακρυοβολούσιν τα βουνά, μοιρολογούν οι κάμποι (Αλφ. ξεν. Αθ. 20).

[ουσ. δάκρυον + βολώ. Η λ. στο LBG (λέω) και σήμ. ποντ. (ΙΛ, λ. δακρο‑)]

[Λεξικό Κριαρά]
δακρυογεμισμένος, μτχ. επίθ.
  • Πλημμυρισμένος από δάκρυα:
    • δεν με ψυχοπονάσαι, … τον δακρυογεμισμένον; (Ch. pop. 806).

[<ουσ. δάκρυον + μτχ. παρκ. του γεμίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δακρυογόνος -α -ο [δakrioγónos] Ε4 : που εκκρίνει δάκρυα: Δακρυογόνοι αδένες. || που προκαλεί τη ροή δακρύων: Δακρυογόνα αέρια. Δακρυογόνες βόμβες.

[λόγ. < αρχ. δακρυογόνος `πρόξενος δακρύων΄ σημδ. γαλλ. lacrymogène (-gène = -γόνος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δακρυοδόχος -ος -ο [δakrioδóxos] & δακρυδόχος -ος -ο [δakriδóxos] Ε14 : (ανατ.) ~ κύστη, όπου μαζεύονται τα δάκρυα.

[λόγ. δάκρυ (-ο-) + -δόχος μτφρδ. γαλλ. sac lacrymal]

[Λεξικό Κριαρά]
δακρυοεξηρημένος, μτχ. επίθ.
  • Που συνοδεύεται από δάκρυα:
    • λόγος καρδιοπονόθλιβος, δακρυοεξηρημένος (Λίβ. Sc. 1437).

[<ουσ. δάκρυον + μτχ. παρκ. του εξαιρούμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες