Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γύψινος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γύψινος -η -ο [jípsinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από γύψο: Γύψινες διακοσμήσεις. Γύψινο άγαλμα. Γύψινα εκμαγεία. ~ διάκοσμος μιας αίθουσας. || (ως ουσ.) τα γύψινα, οι γύψινες διακοσμήσεις, κυρίως της οροφής.

[λόγ. < ελνστ. γύψινος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go