Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γύμνωσις η.
-
- Αφαίρεση ενδυμάτων·
- (μεταφ.) απώλεια των πάντων· στέρηση των αναγκαίων:
- την γύμνωσιν εις το φευγιόν (Βέλθ. 1292)·
- ησκήτευαν με τόσην … γύμνωσιν και πτωχείαν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 178).
- (μεταφ.) απώλεια των πάντων· στέρηση των αναγκαίων:
[αρχ. ουσ. γύμνωσις. Η λ. και σήμ. λόγ. (‑η)]
- Αφαίρεση ενδυμάτων·



