Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γύμνασμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γύμνασμα το [jímnazma] Ο49 : άσκηση σωματική ή συνηθέστερα πνευματική και καλλιτεχνική: Aκροβατικά γυμνάσματα. Mουσικά / πνευματικά γυμνάσματα.

[λόγ. < αρχ. γύμνασμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go