Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γόμπος, επίθ.
-
- Καμπούρης:
- γριά … γόμπα και ζαρωμένη (Πανώρ. Β´ 26).
[<βεν. gobo. Τ. σγόμπος στο Meursius (λ. ‑ός) και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γό‑)· βλ. και σγομπιάζω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Καμπούρης:



