Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γωνιόμετρο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γωνιόμετρο το [γoniómetro] Ο40 : όργανο για τη μέτρηση των γωνιών.

[λόγ. < γαλλ. goniomètre < gonio- = γωνιο- + -mètre = -μετρον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go