Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γωνιάζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γωνιάζω [γonázo] Ρ2.1α μππ. γωνιασμένος : (οικ.) δίνω σε κτ. σχήμα γωνίας. || χαράσσω ορθή γωνία ή τοποθετώ κτ. σε ορθή γωνία.

[γων(ιά) -ιάζω (πρβ. ελνστ. γωνιάζω `τοποθετώ σε γωνία΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
γωνιάζω.
  • Κρύβομαι:
    • (Παράφρ. Χων. 652).

[μτγν. γωνιάζω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go