Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γυροσκόπιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυροσκόπιο το [jiroskópio] Ο40 : συσκευή που, όταν δραστηριοποιηθεί γύρω από έναν από τους άξονές της, μπορεί να μετακινηθεί κατά οποιον δήποτε τρόπο χωρίς να αλλάξει η διεύθυνση του άξονα περιστροφής και χρησιμοποιείται κυρίως στη ναυσιπλοΐα ή στην αεροπλοΐα.

[λόγ. < γαλλ. gyroscope < ελνστ. γῦρο(ς) + -scope = -σκόπιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go