Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γυροσκοπικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυροσκοπικός -ή -ό [jiroskopikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε γυροσκόπιο, που λειτουργεί με γυροσκόπιο: Γυροσκοπική πυξίδα.

[λόγ. < γαλλ. gyroscopique < gyroscop(e) = γυροσκόπ(ιον) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go