Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυρολόγος ο [jirolóγos] Ο18 : (παρωχ.) πλανόδιος έμπορος ιδίως φτηνών ρούχων και υφασμάτων ή ψιλικών: Άκουσε τη φωνή του γυρολόγου και βγήκε να ψωνίσει.
[γυρο- + -λόγος]



