Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυρίστρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυρίστρα η [jirístra] Ο25 : (μειωτ.) γυναίκα που, για να περάσει την ώρα της, γυρίζει άσκοπα στους δρόμους ή επισκέπτεται, πολλές φορές φορτικά, φίλους και γνωστούς, παραμελώντας τις οικογενειακές της υποχρεώσεις· τριγυρίστρα 1.

[γυρισ- (γυρίζω) -τρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες