Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γυνο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυνο- [jino] & γυν- [jin], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (κυρ. ιατρ.) α' συνθετικό με αναφορά στο γυναικείο σώμα ή στο αναπαραγωγικό σύστημα της γυναίκας· (πρβ. γυναικο-4): γυνανδρία, γυνανδρομορφία· γυνατρησία, γυνορμόνη. || (βιολ.) ~γένεση, τρόπος παρθενογενετικής ανάπτυξης.

[λόγ. < αρχ. γυν(ο)- θ. του ουσ. γυν(ή) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. γύν-ανδρος `θηλυπρεπής΄ & διεθ. gynο- < αρχ. γυνο-: γυνο-γονίδιο < νλατ. gynogonidium]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go