Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυναικώδης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γυναικώδης, επίθ.
  • Όμοιος με γυναίκα:
    • (Ψευδο-Σφρ. 39230).

[μτγν. επίθ. γυναικώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες