Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυναικολογία η [jinekolojía] Ο25 : κλάδος της ιατρικής που έχει ως αντικείμενο το γεννητικό σύστημα της γυναίκας.
[λόγ. < γαλλ. gynécologie < gynéco- = γυναικο- + -logie = -λογία]