Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γυναικοκατακτητής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυναικοκατακτητής ο [jinekokataktitís] Ο7 : ως χαρακτηρισμός ιδιαίτερα γοητευτικού άνδρα, στο ερωτικό κάλεσμα του οποίου δύσκολα μπορούν να αντισταθούν οι γυναίκες.

[γυναικο- + κατακτητής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go