Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γυναικοδουλειά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυναικοδουλειά η [jinekoδulá] Ο24 : 1. (για άντρα) ερωτική υπόθεση, ερωτοδουλειά: Aιτία του καβγά τους ήταν μια ~. 2. (πληθ.) κακολογίες, κουτσομπολιά, μικρότητες που, σύμφωνα με την αντίληψη που επικρατεί, προσιδιάζουν σε γυναίκες.

[γυναικο- + δουλειά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go