Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γυναικαδέλφια τα.
-
- Οι αδελφοί της συζύγου:
- (Συναδ. φ. 41v).
[<ουσ. γυναικάδελφος. Η λ. στο Somav. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ‑ρφι)]
- Οι αδελφοί της συζύγου: