Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γυναικάς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυναικάς ο [jinekás] Ο1 : αυτός που του αρέσουν υπερβολικά οι γυναίκες, που συνεχώς επιδιώκει να δημιουργεί μαζί τους ερωτικές σχέσεις.

[γυναίκ(α) -άς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go