Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γυναικάριον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
γυναικάριον το.
  • Γυναίκα κακής διαγωγής:
    • (Παράφρ. Χων. 591).

[αρχ. ουσ. γυναικάριον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go