Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυναικάδερφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυναικάδερφος ο [jinekáδerfos] Ο20 θηλ. γυναικαδέρφη η [jinekaδérfi] Ο30 & γυναικάδελφος ο [jinekáδelfos] Ο20 θηλ. γυναικαδέλφη [jinekaδélfi] Ο30 : ο αδερφός ή η αδερφή της συζύγου, ως προς το σύζυγο· (πρβ. κουνιάδος).

[μσν. γυναικάδελφος, γυναικαδέλφη < γυναίκ(α) + αδελφός, αδελφή & ανομ. [l > r] κατά τα αδερφός, αδερφή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες