Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυμνόσπερμα τα [jimnósperma] Ο40 : (βοτ.) η μία από τις δύο ομάδες στις οποίες χωρίζονται τα φανερόγαμα φυτά. || (ως επίθ.).
[λόγ. < νλατ. gymnosperma ουδ. πληθ. του ελνστ. επιθ. γυμνόσπερμος `με σπόρο χωρίς περικάρπιο΄]



