Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γυμνισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυμνισμός ο [jimnizmós] Ο17 : η άποψη σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος πρέπει να ζει γυμνός κοντά στη φύση. || η εφαρμογή αυτής της άποψης: Kάθε καλοκαίρι κάνουν γυμνισμό. Aπαγορεύεται ο ~.

[λόγ. γυμν(ός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. nudisme (-isme = -ισμός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go