Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γυλιός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυλιός ο [jilós] Ο17 : είδος στρατιωτικού σάκου, συνήθ. από χοντρό αδιάβροχο ύφασμα, που τον κρεμούσαν από τους δύο ώμους στην πλάτη: Bαδίζαμε ώρες μέσα στην κάψα, φορτωμένοι το γυλιό. Mε το γυλιό στη ράχη και τις αρβύλες στα πληγιασμένα πόδια.

[λόγ. < αρχ. γυλιός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go