Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυαλόχαρτο το [jalóxarto] Ο41 : ειδικό χαρτί με κολλημένα στη μία του πλευρά θρύμματα γυαλιού, που χρησιμοποιείται για τη λείανση ιδίως ξύλινων ή μεταλλικών επιφανειών.
[λόγ. ύαλ(ος) -ο- + χάρτ(ης) -ον με προσαρμ. κατά τη λ. γυαλί μτφρδ. γαλλ. papier de verre ή γερμ. Glaspapier]



