Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γυαλικό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυαλικό το [jalikó] Ο38 : α. (πληθ.) γυάλινα οικιακά σκεύη (ποτήρια, πιάτα κτλ.). β. (εν., προφ.) ως περιεκτικό ουσιαστικό: Πολύ ~ μαζεύτηκε και δεν έχω τι να το κάνω.

[γυαλ(ί) -ικό, ουδ. του -ικός (πρβ. ελνστ. ὑαλικός `από γυαλί΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go